ἀπειλοῦμαι

ἀπειλοῦμαι
ἀπειλέω
keep away
pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἀπειλέω 1
keep away
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
ἀπειλέω 2
hold out
pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απειλούμαι — απειλούμαι, απειλήθηκα, απειλημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: απειλούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (απειλιόμουν) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διατρέχω — (AM διατρέχω) 1. περνώ από κάπου, διασχίζω κάποιον χώρο («διέτρεξε την πεδιάδα», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον») 2. (για χρόνο) περνώ, διάγω («διατρέχει το εικοστό έτος τής ηλικίας του») 3. κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι εκεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”